Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που έφυγε από τη ζωή ο
Γιώργος Χειμωνάς, γι’ αυτό αναρτώ μια εργασία που έχω κάνει γι’ αυτόν από το
βιβλίο του «Ο εχθρός του ποιητή». Πρόκειται για διασκευές και μεταγραφές
πιανιστικών έργων για τραγούδι, βασισμένες στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το
Δεκέμβριο του 1990, με τίτλο «Άλογο των Υδάτων».
Τα τραγούδια αυτά γραφτήκανε το 1991.
Ο Γ. Χ. πριν γράψει τον πρόλογο, ήρθε και τα άκουσε, εκτελεσμένα από
μένα. Του άρεσαν πάρα πολύ, τον συγκίνησαν και από τότε με ρωτούσε συχνά πότε
θα εκδοθούν. Το επιθυμούσε πολύ. Δυστυχώς μια πρώτη επαφή, με τον εκδότη Νάκα,
που έγινε από τον καθηγητή μουσικολογίας Α. Κώστιο (ο οποίος είχε ενθουσιαστεί
όταν τα άκουσε) δεν ευοδώθηκε, λόγω πνευματικών δικαιωμάτων που θα χρειάζονταν
για τους σύγχρονους συνθέτες.
Η Τζένη Δριβάλα, γνωστή πρωταγωνίστρια της όπερας,
εξεδήλωσε την επιθυμία να τα εκτελέσει σε γνωστό πολιτιστικό χώρο, με
ταυτόχρονη ανάγνωση του κειμένου. Δυστυχώς δεν βρήκα χορηγό.
Οι παρτιτούρες υπάρχουν σε δυο αντίγραφα, σε ψηφιακή
μορφή. Είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφέρεται και τα θέλει.
Τρία από αυτά τα τραγούδια, έχουν ηχογραφηθεί σε
στούντιο, (στο κανάλι
μου στο YouTube), για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκα και
αφορούσε τη ζωή του Γ.Χ. (παραγωγή Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης). Για το οποίο θα
αναφερθώ σε επόμενη ανάρτηση, λίγο πριν ή λίγο μετά την ημερομηνία που έφυγε από τη ζωή ο
Γιώργος Χειμωνάς, 27 Φεβρουαρίου του 2000.
χειρόγραφο του Γ. Χειμωνά
Το μικρό
αυτό κείμενο δεν είναι πρόλογος -το οποιοδήποτε, άλλωστε, κείμενο είναι πάντα
ένας επίλογος, στον οποίο ο συγγραφέας του προσπαθεί να ανακαλέσει τη
μνήμη του δημιουργικού γίγνεσθαι, όπως ο ίδιος το έχει βιώσει πριν να φθάσει
σχεδόν αδιάφορος πια, στην πράξη της γραφής. Αλλά και πέρα από την λογοτεχνία,
καμμία δημιουργία δεν έχει ανάγκη από πρόλογο, από μόνη της κατοχυρώνει την
αυτονομία της όταν θα ολοκληρωθεί ως Λόγος, δηλαδή ως αυτοτελής δυναμική τάξη
του Αισθητού: μονάχα στα Ελληνικά το λέγειν εξακολουθεί να διατηρεί
την πρωταρχική σημασία του – να οργανώνω σε μια αρμονική συνύπαρξη τις
αισθήσεις (γνωστικές και θυμικές) που μού γεννά το πράγμα, ο Κόσμος, σε μια
φευγαλέα παρουσία κάποιας από τις άπειρες όψεις του, οι ξένες γλώσσες θα
το σεβασθούν και δεν θα το αλλάξουν – logos, όπως και cosmos που
το ίδιο περίπου σημαίνει – το ελληνικό αυτό όνομα. Η σύνδεσή του με την λεκτική
έκφρασή του θα γίνει αργότερα, χωρίς ωστόσο να χαθεί (στα ελληνικά πάντοτε)
τίποτε από την αρχική άλεκτη σημασία του. Είναι νομίζω αυτονόητο, αφού κι ο
ίδιος ο λόγος των λέξεων γίνεται Λόγος όταν αρχίζει να λειτουργεί στο επέκεινα
της ομιλίας, όταν οι λέξεις θα έχουν πια οριστικά σιγήσει.
Πρέπει να
τα πω αυτά για να εξηγήσω την πεποίθησή μου ότι το έργο της Λίτσας Λεμπέση (και
δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο που και η ίδια είναι ποιήτρια) είναι ένα ώριμο πλάσμα πρωτογενούς,
δηλαδή δημιουργικής, λειτουργίας της τέχνης της. Και για να νομιμοποιηθεί (ως
αναφαίρετο δικαίωμά της, στον ίδιο βαθμό δημιουργικό – δικαίωμα δεδομένο για
κάθε γνωστό δημιουργό) η «χρήση» και του δικού μου λογοτεχνικού ιδιώματος,
και την απολύτως θεμιτή φιλοδοξία της να αρθρωθεί όσο γίνεται πληρέστερα μία
πολύσημη πολυσημαντική, επάνω σε λεκτικούς και φυσικούς άξονες, που θα αναγάγουν
το δικό μου «εντόπιο» λεκτικό ιδίωμα (αν – όπως πιστεύω – ένας συγγραφέας
χρίεται δημιουργός λόγου με μοναδικό κριτήριο, που δεν το εννοώ
αξιολογικά, μία αυτοφυΐα της ομιλίας του) σε «καθομιλουμένη», Κοινή Γλώσσα.
Γιατί η
Λίτσα Λεμπέση, με το έργο αυτό, δεν αναδημιουργεί – δεν ανα-συνθέτει.
Δημιουργεί, συνθέτει μία δική της πρόταση Λόγου, συναρμόζοντας και εμπλουτίζοντας
– διευρύνοντας τα οργανικά εκείνα στοιχεία τα οποία, απλώς, την βοηθούν
(και γι’ αυτό ακριβώς τα επιλέγει, ως προσφορότερα) στην τολμηρή
απόπειρά της να εξασφαλίσει την αρτιότητα, και συνεπώς την δραστικότητα,
αυτής της Γλώσσας. Κρίνω ότι το κατόρθωσε: η αισθητική της έννοιας – λόγος –
και η λογική του ήχου – μουσική – συνεργούν αδιαίρετα, ώστε να
αναδεικνύεται, καθαρότατα και έγκυρα πάντα, η λησμονημένη δίδυμη φύση
της ανθρώπινης φωνής, η οποία (με όσα ηχεία διαθέτει) άδοντας και
μιλώντας δάμασε την Κραυγή. Να αποκαλυφθεί ακόμη μια φορά, ο πηγαίος Γόνος: το ακρόαμα,
από λέξεις Μουσικής και συγχορδίες Λέξις. «Γραπτός», δηλαδή άηχος λόγος,
(κι αυτό μόνον ένας συγγραφέας το γνωρίζει) ποτέ δεν υπήρξε, δεν μπορεί να υπάρξει.
Θα υπάρχει πάντα σαν μια ηχώ των ήχων που, από γενέσεως του, έχει στερηθεί: Σημαίνει,
όσο ακούει την Σιωπή, λέγει όταν την εγχαράσσει - την κρύπτει
πίσω από τα σύμβολά του: οι τρεις μουσικές ιδιότητες του Λόγου της
προσωκρατικής σύλληψής του, ως ένθεου χρησμού που τον προσφέρει το Άφατο
μέσα από στόμα ανθρώπου.
Γιώργος Χειμωνάς ΄92
Άκουσε τους
φθόγγους
ψάχνουν τη
φωνή
θέλουν να
βγουν
και κυλούν
ρέουν και
κυλούν
μέσα στο αίμα
μου
Άκου τους
φθόγγους
που θέλουνε να
βγουν
να φτάσουν τη
φωνή
ρέουν μεσ’ το
αίμα
ρέουν μέσα
θέλοντας να βγουν.
Άκουσε τους
φθόγγους
που ψηλαφούν
να βγουν
κάτω απ’ το
πετσί μου
ρέουν και
κυλούν
μέσα στο αίμα
μου
που
αγωνίζονται
να βγουν και
να φτάσουν
τη φωνή μου να
φτάσουν
τη φωνή
ψηλαφούν
Βλέπω πελάου
άλογον
να ξεκινεί απ’
τ’ αντίκρυ
Κι η γης
ετότεν σείστηκε
και ταραχμένη
τρέμει
Φέγγει
στραφτοβολογά
το άλογον
λευκάζει ωσάν το χιόνι
και λάμπει εις
το μέτωπο
στιλπνό κέρατο
αργύρου
και τες
ρωθούνες κρούβγασι
βρονταίς από
χρυσάφι
Η θάλασσα να
χοχλακά
άτια
νεροβγαλμένα
Ένα κοπάδι
εχύνονταν
το ένα επά στο
άλλο
ως το νερό να
εστέρεψεν
κι επιφανήκαν
οι αγλαοί
οι ανευλόγητοι
πικρότατοι
πνιγμοί του
Ως να πληρώσει
τ’ άδικο
που ποιητήν εμάρανε
Τον ποιητήν
τον έμορφο
κανείς ξανά -
δεν θα ιδεί
να ισγιάζει τα
φτερά του
καθώς διαβαίνει
ανάμεσα στον
βράχο τον
Αλλοίμονο
και στο
Λευκό λιμάνι
Μίλα μου
με τη φωνή
που βγάζει
καλάμι νεκρό
και ο βοσκός
αέρας
τόκανε αυλό
να τον ακούει
η Ερημιά
να μην
τρομάζει
Μια γυναίκα
μόνο μπορεί
να καταλάβει
πως είναι
δυνατό
μέσα σε μια
ψυχή να
υπάρχουν
να υπάρχουν
θάνατος μαζί
και στοργή
να είσαι μαζί
ο ποιητής
και ο εχθρός
Αγαπάω
σημαίνει
κάνω ένδοξο
έναν άνθρωπο
Είναι η
μοναδική
του δόξα που
θα γνωρίσει ο
άνθρωπος αυτός
σ’ ολόκληρη
τη ζωή του
Μια
καταπράσινη ακριδούλα
Τιού - Τιού
με κοροϊδεύει
και πονώ
και την
πετροβολώ
Ακούστηκε ως
τη θάλασσα
και έως τα
νησιά
η πέτρα που
της τσάκισε
τα πράσινα
φτερά
Μεσ’ τα
χορτάρια χάθηκε
φωνάζοντας
Τιού
και γω μέσα
στο όνειρο
να κλαίω να
θρηνώ
μία
καταπράσινη ακριδούλα
Τιού - τιού
τιού
Ο έρωτας
της Ελένης
Ξένου
δεν ήταν για
μένα
Κι η ζωή μου
Τίποτε
απ’ ό,τι έζησα
δεν ήταν για
μένα
γι’ αυτό που
είμαι εγώ
Σε κανέναν
άνθρωπο
δεν του δόθηκε
τίποτε
γι’ αυτό που
ήταν
Τίποτε, τίποτε
τίποτε δεν
ήταν
γι’ αυτό που
πραγματικά είναι
κι ό,τι έζησε
δεν ήταν γι’
αυτό που
αληθινά είναι
Τίποτε
Και η ζωή μου
Τίποτε
απ’ ότι έζησα
δεν ήταν για
μένα
γι’ αυτό που
είμαι γω
Θ’
αγωνίζεσαι
να
πλάσεις τη μορφή μου
Το πρόσωπο
το σώμα μου
θ’ αγωνίζεσαι
η μνήμη σου
θα σβύσει
Η εικόνα
στη μνήμη
θά ’χει πια
τρυπήσει
και θα γλυστρά
μεσ’ απ’ τα
χέρια σου
σαν το φως
με αγωνία
και πόνο
θ’ αγωνίζεσαι
να πλάσεις
τη μορφή μου
Τέλειωσε
για πάντα πια
η ιστορία μας
Η εικόνα
στη μνήμη
Θά ’χει πια
τρυπήσει
η μνήμη σου
θά ’χει σβύσει
σαν το φως
θά ’χει σβύσει
Σαν ένας
θρήνος
απ’ το βυθό
μεσ’ στο βυθό
από χρόνια
μεσ’ στο βυθό
μπλεγμένος
μεσ’ στα φύκια
μεσ’ το βυθό /
μεσ’ το βυθό
των πιο βαθιών
κλαμάτων της
Των πιο βαθιών
κλαμάτων της
μεσ’ το βυθό
σαν ένας
θρήνος
των πιο βαθιών
κλαμάτων της
μεσ’ το βυθό
των πιο βαθιών
κλαμάτων της
μεσ’ το βυθό
- Αμίλητη
ετοιμάστηκε
τίποτα δεν
ρώτησε
τίποτε δεν
είπε
και ξεκινήσαμε
για το ταξίδι
Για το ταξίδι
του γυρισμού
Ω θαυμαστόν
μυστήριον
ω συμφορά
μεγάλη
λύπη
απαραμύθητος
οδύνη και
πικρία
Ο φθόνος το
κακό θηριόν
στέρησέν του
τα μάτια
και έχασε το
γλυκερόν
το φως του
κόσμου τούτου
Να βάνω στην καρδία σας
φαρμακερό
μαχαίρι
να με θωρούν
τα μάτια σας
να σφάζωνται
οι καρδιαίς σας
Πως να το δω,
πως να το πω
πως να το
καταστήσω;
δύο κακά μ’
ευρήκασι
πως να τα
μελετήσω;
Ω θαυμαστόν
μυστήριον
ω συμφορά
μεγάλη
λύπη
απαραμύθητος
οδύνη και
πικρία
Ένας μικρός
θεός
τιμωρημένος
θεός από μακρυά
μας ευλογούσε
με καλοσύνη
μας ευλογούσε
ένας μικρός
θεός
τιμωρημένος
Τίποτε πια
δεν θα κάνει
τους ανθρώπους
να λάμπουν
Ένας μικρός
θεός
τιμωρημένος
μας
εγκατέλειψε
μας
εγκατέλειψε
οριστικά
Τίποτε πια
δεν θα κάνει
τους ανθρώπους
να λάμπουν
Μαύρα μαλλιά
κατάμαυρα
Τα μάτια της
βαμμένα
Το στόμα της
ερωτικό
Και λέει
μοιρολόι
Κοιτάζει σαν
βασίλισσα
τον κόσμο κι’
αρχινάει
τραγούδι
μοιρολόϊ
Το στόμα το
ερωτικό
λέει το
μοιρολόϊ
Όλοι σωπάσαν
κι’ άκουγαν
την όμορφη
φωνή της
το στόμα το
ερωτικό
να λέει
μοιρολόϊ
Άλλοι δακρίσαν
κι έκλαιγαν
μονάχα οι
δικοί μου
ήταν σφιγμένοι
και κλειστοί
ακίνητοι
σωπαίναν
Μ’ έπλυναν με
ζεστό κρασί
Μ’ έντυσαν με
λινά
απ’ αργαλειούς
φτιαγμένα
Βαρύτιμο
βυζαντινό
χρυσό μανδύα
Φροντίζανε το
σώμα μου
Ρίζες
αρωματικές
μικρούς
καρπούς και φύλλα
και ξεραμένα
φύλλα
ευωδιάζανε
Αμίλητοι
φροντίζανε
το σπαραγμένο
σώμα
μεσ’ στο χρυσό
μανδύα
φροντίζανε
Με σκέπασαν
μ’ ένα πυθάρι
χώμα
Μπρος ένας
τοίχος από φως
Στους αιώνες
πεθαμένος
φωτισμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου