Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Δώδεκα χρόνια που «έφυγε» ο Γιώργος Χειμωνάς



Πέρασαν δώδεκα χρόνια, από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Χειμωνάς. Η φυσική απουσία του, για όσους είχαν τη τύχη να τον γνωρίσουν, παραμένει το ίδιο οδυνηρή όπως την ημέρα της 27ης Φεβρουαρίου του 2000 που το μάθαμε.
Ένα χρόνο περίπου μετά, πρότεινα στην Εκπαιδευτική Τηλεόραση της ΕΡΤ, ένα μικρό αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο του. Έγινε δεκτό. Στο χώρο αυτό υπηρετούσα επί σειρά ετών, με απόσπαση από το Υπουργείο Παιδείας.
Η παραγωγή πραγματοποιήθηκε σε ελάχιστο χρόνο, με ένα συνεργείο τριών ατόμων. Τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν στο χώρο μου όπου διέθετα τα όποια γραπτά κείμενα χρειαζόντουσαν. Μεταξύ των οποίων ήταν και ένα χειρόγραφο του Γ.Χ. αρκετών σελίδων, που είχε γράψει για τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, το οποίο δυστυχώς εχάθη μέσα στην αναστάτωση της δουλειάς. Βρισκόταν στα χέρια μου από καιρό για να συμπληρώσω κάτι κι εγώ, με σκοπό να τα διαβάσει η Βέρα στην πατρίδα της την Ιθάκη, την ημέρα της απονομής του βραβείου της.
Αποτέλεσμα των γυρισμάτων ήταν ένα ολιγόλεπτο ντοκιμαντέρ. Τη σκηνοθεσία επιμελήθηκε ο Φ. Γαρυφαλάκης. Τα αποσπάσματα που συμπεριελήφθησαν ήταν από το «Μονόγραμμα» των Γ. και Η. Σγουράκη με τη μεσολάβηση της Λούλας Αναγνωστάκη που μου συμπαραστάθηκε.
Για τη μουσική επένδυση των τίτλων, ηχογραφήθηκε  ένα απ’ τα τραγούδια του κύκλου τραγουδιών από τον «Εχθρό του ποιητή» με το δικό μου τίτλο: Άλογο των Υδάτων. Η εκτέλεση έγινε από μένα, σε στούντιο.
Δεν γνωρίζω η εργασία αυτή τι αντίκτυπο είχε στο κοινό, πάντως για ένα δυο χρόνια προβαλλόταν σε επανάληψη.
Σημειώνω ιδιαίτερα ότι ουδείς πληρώθηκε απ’ αυτή την παραγωγή. (Το αναφέρω γιατί κάποια δημοσιογράφος, γνωστής εφημερίδας, ισχυρίστηκε το αντίθετο. Το καταθέτω γιατί τότε δεν θεώρησα σκόπιμο ότι άξιζε να ασχοληθώ με αναληθή δημοσιεύματα). 
Δυστυχώς δεν γνωρίζω αν έχει σβηστεί ή όχι κι ούτε θέλω να το ψάξω. Βρίσκεται στην κατοχή μου ένα βίντεο που το αναζήτησα από ένα φίλο μου γιατί δεν μου είχε παραδοθεί ούτε ένα αντίγραφο.
Ένα μέρος του ντοκιμαντέρ αυτού, προβλήθηκε στην ημερίδα  - αφιέρωμα στη μνήμη του Γ. Χειμωνά, με θέμα "Ο ζωντανός λόγος του Γιώργου Χειμωνά", που πραγματοποιήθηκε στη Στοά του Βιβλίου το 2002 (25 Φεβρ) και οργανώθηκε από το ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ "ΔΕΣΜΟΙ" .
Πήραν μέρος πολλές προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου. Μεταξύ αυτών ήταν ο Κ. Γεωργουσόπουλος, η Ασπασία Παπαθανασίου, η Λυδία Κονιόρδου, η οποία διάβασε μια σελίδα που είχα ετοιμάσει με τόση φροντίδα που να νομιστεί ότι ήταν κανονικό απόσπασμα ενώ ήταν συρραφή κειμένων του Γ. Χειμωνά. Ήταν αυτό το ίδιο ακριβώς το οποίο είχε πρωτοδιαβάσει, για το ντοκιμαντέρ, (γυρίσματα με το συνεργείο στο σπίτι της, στην Κηφισιά).
Με βαθιά σιωπή, καθισμένο στις σκάλες το πολυπληθές κοινό παρακολουθούσε την εκδήλωση, στη  γεμάτο λουλούδια διακόσμηση, όπου οι τοίχοι στην πρώτη αίθουσα, ήταν στολισμένοι με σκίτσα και ζωγραφικά του έργα (μεταξύ αυτών και το εξώφυλλο που μού είχε κάνει την τιμή να φτιάξει για ένα ποιητικό βιβλίο μου).




Το 2000, κυκλοφόρησε και το συλλεκτικό πια, εξαιρετικό τεύχος του περιοδικού του Οδός Πανός με το αφιέρωμα στο Γιώργο Χειμωνά στο οποίο έγραψαν όλοι οι φίλοι του. Περιέχει δυο δικά μου ποιήματα, (επιλογή Λούλας Αναγνωστάκη).










Παραθέτω το ποίημα που γράφτηκε το Μάρτιο του 2000. Και το οποίο με περικοπές, συμπεριλαμβανόμενο σε ένα δίφυλλο από γκρίζο χαρτόνι, επί δέκα χρόνια, πρόσφερα σε όποιον φίλο του συναντούσα. Το συνόδευα με ένα μικρό CD (διαβάζει η Βέρα Ζαβιτσιάνου από ραδιοφωνική εκπομπή στην ΕΡΤ) από την Αποκάλυψη του Ιωάννημετάφραση Σεφέρη, σε δική μου αποσπασματική συρραφή – ανάπλαση.


Κράζω τ’ όνομά σου
Ο Όλυμπος ταρακουνιέται
γιατί ο Δίας τινάζει τα μαλλιά του
Κράζω τ’ όνομά σου
Ποιο ήταν το κακό μάτι;

Κράζω τ’ όνομά σου
Έφυγες οριστικά
πάρθηκε ο θυμός σου
Σ’ ένα αλαργινό βασίλειο των σκιών

Τον ήλιο είχες όχημα
τον Αφέντη της Βάρκας
που σε μετέφερε
στις ουράνιες σφαίρες
πάνω απ’ τον ωκεανό
μέσα σ’ αιθέριο φέγγος

Τώρα η ψυχή σου
έχει το άστρο της
στους αιώνιους θόλους

Τώρα βλέπεις άυλα δέντρα
με ασημένιους κλώνους
κρέμονται μήλα χρυσά
που σα χτυπούν το ’να τ’ άλλο
ήχο αρμονικό αναδίνουνε
και μελωδίες γλυκειές

Άμποτες να ’μουνα
μητέρα των Νεκρών
με τρυπημένους τους μαστούς
με γάλα να σε τρέφω

Τώρα με τα σπασμένα μου αγγεία
στο τρύπιο μου πυθάρι
δίχως μια νεροστάμνα
ένα μακρόλαιμο σταμνί
με λουτρικό νερό

Βάζω μια πέτρα
κάθε ηλιοβασίλεμα
στο χώμα
κι εύχομαι το ξύλο της βαλανιδιάς
να στάζει του μελιού το δρόσος
στη μακαρίωσή σου

Πού είναι λοιπόν ο Ασκληπιός
αίμα της Γοργώς να φέρει
να σ’ αφυπνίσει εξ ύπνου
Πού είναι λοιπόν ο Δίας
να βάλει τους ανέμους
να φυσήξουνε για να σε ζωντανέψει
όπως φυσήξαν τον πηλό
των πρώτων ανθρώπων
του Προμηθέα και της Αθηνάς
και δώσανε ζωή

Δεν έφυγες δυναμωμένος
από τ’ άγια μυστήρια
και την ύλη της μετάληψης
συ ένας βασιλιάς της Καρθαγένης

Πέρασες τις θεοσκότεινες πύλες
πίνοντας απ’ τη βρύση
της Μνημοσύνης
και σαν την Περσεφόνη
κόκκους από ρόδι έχεις φάει
         Κράζω τ’ όνομά σου
ψυχογιορτή θα  κάνω
θ’ απλώσω το ζυμάρι να φουσκώσει
φτερά θα βάλω
θα μασκοφορεθώ

Ψυχογιορτή θα κάνω
θα σαρώσω τους δρόμους
θα βγω με λαμπάδες
από πευκόξυλο και
φλούδινα καραβάκια

Κράζω τ’ όνομά σου
Χάθηκε το μικρό μου είδωλο
που έβλεπα στο μάτι σου
Δεν ξέρω πια να ζω
Κράζω τ’ όνομά σου

Ψυχογιορτή θα κάνω
πλήθος άρπες τις νύχτες γεμίζουν
αόρατα τύμπανα που
τα βροντούν αόρατα χέρια
μια μουσική αγαλλίαση
μ’ οργανοπαίχτες αγγέλους. Ακούς;
Κράζω τ’ όνομά σου
Ουρανικά ξεφαντώματα
μου αποδιώχνουν τη λύπη. Ακούς;
Σου δίνει ευχαρίστηση η
μακρινή μουσική;
Ή προτιμάς το θρήνο μου
τον πόνο της αγάπης
το λουλούδιασμα των αισθημάτων
του καημού


Ζω ρουφώντας στον αέρα
την σκορπισμένη σου ψυχή
Απ’ την αέρινη ουσία
της ψυχής σου αναπνέω

Ένθα απέδρα οδύνη
λύπη και στεναγμός
Έχω ετοιμάσει μήνυμα
σε ξύλινες πάνω πλάκες
να λάβουν οι ήσκιοι των δικών μου

Δώσε ένα στη μάνα μου
και ένα στον πατέρα
Δώσε κι ένα σε κείνονε
που ήρθε κοντά σου χθες
Δώστους κι ένα χρυσόφυλλο
απ’ το Νερένιο Δρόμο
να το ’χουν φυλακτό

Συ πρόσωπο ευνοημένο
των θεών
φύλαξόν με σιγή
Σιγή σιγή σιγή
σύμβολον θεού αφθάρτου
φύλαξόν με σιγή

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Άλογο των Υδάτων ("Ο εχθρός του ποιητή" του Γ. Χειμωνά)


Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Χειμωνάς, γι’ αυτό αναρτώ μια εργασία που έχω κάνει γι’ αυτόν από το βιβλίο του «Ο εχθρός του ποιητή». Πρόκειται για διασκευές και μεταγραφές πιανιστικών έργων για τραγούδι, βασισμένες στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1990, με τίτλο «Άλογο των Υδάτων».
Τα τραγούδια αυτά γραφτήκανε το 1991.
Ο Γ. Χ. πριν γράψει τον πρόλογο, ήρθε και τα άκουσε, εκτελεσμένα από μένα. Του άρεσαν πάρα πολύ, τον συγκίνησαν και από τότε με ρωτούσε συχνά πότε θα εκδοθούν. Το επιθυμούσε πολύ. Δυστυχώς μια πρώτη επαφή, με τον εκδότη Νάκα, που έγινε από τον καθηγητή μουσικολογίας Α. Κώστιο (ο οποίος είχε ενθουσιαστεί όταν τα άκουσε) δεν ευοδώθηκε, λόγω πνευματικών δικαιωμάτων που θα χρειάζονταν για τους σύγχρονους συνθέτες.
Η Τζένη Δριβάλα, γνωστή πρωταγωνίστρια της όπερας, εξεδήλωσε την επιθυμία να τα εκτελέσει σε γνωστό πολιτιστικό χώρο, με ταυτόχρονη ανάγνωση του κειμένου. Δυστυχώς δεν βρήκα χορηγό.
Οι παρτιτούρες υπάρχουν σε δυο αντίγραφα, σε ψηφιακή μορφή. Είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφέρεται και τα θέλει.
Τρία από αυτά τα τραγούδια, έχουν ηχογραφηθεί σε στούντιο, (στο κανάλι μου στο YouTube),  για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ που επιμελήθηκα και αφορούσε τη ζωή του Γ.Χ. (παραγωγή Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης). Για το οποίο θα αναφερθώ σε επόμενη ανάρτηση, λίγο πριν ή λίγο μετά την ημερομηνία που έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Χειμωνάς, 27 Φεβρουαρίου του 2000.









χειρόγραφο του Γ. Χειμωνά


Το μικρό αυτό κείμενο δεν είναι πρόλογος -το οποιοδήποτε, άλλωστε, κείμενο είναι πάντα ένας επίλογος, στον οποίο ο συγγραφέας του προσπαθεί να ανακαλέσει τη μνήμη του δημιουργικού γίγνεσθαι, όπως ο ίδιος το έχει βιώσει πριν να φθάσει σχεδόν αδιάφορος πια, στην πράξη της γραφής. Αλλά και πέρα από την λογοτεχνία, καμμία δημιουργία δεν έχει ανάγκη από πρόλογο, από μόνη της κατοχυρώνει την αυτονομία της όταν θα ολοκληρωθεί ως Λόγος, δηλαδή ως αυτοτελής δυναμική τάξη του Αισθητού: μονάχα στα Ελληνικά το λέγειν εξακολουθεί να διατηρεί την πρωταρχική σημασία του – να οργανώνω σε μια αρμονική συνύπαρξη τις αισθήσεις (γνωστικές και θυμικές) που μού γεννά το πράγμα, ο Κόσμος, σε μια φευγαλέα παρουσία κάποιας από τις άπειρες όψεις του, οι ξένες γλώσσες θα το σεβασθούν και δεν θα το αλλάξουν – logos, όπως και cosmos που το ίδιο περίπου σημαίνει – το ελληνικό αυτό όνομα. Η σύνδεσή του με την λεκτική έκφρασή του θα γίνει αργότερα, χωρίς ωστόσο να χαθεί (στα ελληνικά πάντοτε) τίποτε από την αρχική άλεκτη σημασία του. Είναι νομίζω αυτονόητο, αφού κι ο ίδιος ο λόγος των λέξεων γίνεται Λόγος όταν αρχίζει να λειτουργεί στο επέκεινα της ομιλίας, όταν οι λέξεις θα έχουν πια οριστικά σιγήσει.
Πρέπει να τα πω αυτά για να εξηγήσω την πεποίθησή μου ότι το έργο της Λίτσας Λεμπέση (και δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο που και η ίδια είναι ποιήτρια) είναι ένα ώριμο πλάσμα πρωτογενούς, δηλαδή δημιουργικής, λειτουργίας της τέχνης της. Και για να νομιμοποιηθεί (ως αναφαίρετο δικαίωμά της, στον ίδιο βαθμό δημιουργικό – δικαίωμα δεδομένο για κάθε γνωστό δημιουργό) η «χρήση» και του δικού μου λογοτεχνικού ιδιώματος, και την απολύτως θεμιτή φιλοδοξία της να αρθρωθεί όσο γίνεται πληρέ­στερα μία πολύσημη πολυσημαντική, επάνω σε λεκτικούς και φυσικούς άξονες, που θα αναγάγουν το δικό μου «εντόπιο» λεκτικό ιδίωμα (αν – όπως πιστεύω – ένας συγγραφέας χρίεται δημιουργός λόγου με μοναδικό κριτήριο, που δεν το εννοώ αξιολογικά, μία αυτοφυΐα της ομιλίας του) σε «καθομιλουμένη», Κοινή Γλώσσα.
Γιατί η Λίτσα Λεμπέση, με το έργο αυτό, δεν αναδημιουργεί – δεν ανα-συνθέτει. Δημιουργεί, συνθέτει μία δική της πρόταση Λόγου, συναρμόζοντας και εμπλουτίζοντας – διευρύνοντας τα οργανικά εκείνα στοιχεία τα οποία, απλώς, την βοηθούν (και γι’ αυτό ακριβώς τα επιλέγει, ως προσφορότερα) στην τολμηρή απόπειρά της να εξασφαλίσει την αρτιότητα, και συνεπώς την δραστικότητα, αυτής της Γλώσσας. Κρίνω ότι το κατόρθωσε: η αισθητική της έννοιας – λόγος – και η λογική του ήχου – μουσική – συνεργούν αδιαίρετα, ώστε να αναδεικνύεται, καθαρότατα και έγκυρα πάντα, η λησμονημένη δίδυμη φύση της ανθρώπινης φωνής, η οποία (με όσα ηχεία διαθέτει) άδοντας και μιλώντας δάμασε την Κραυγή. Να αποκαλυφθεί ακόμη μια φορά, ο πηγαίος Γόνος: το ακρόαμα, από λέξεις Μουσικής και συγχορδίες Λέξις. «Γραπτός», δηλαδή άηχος λόγος, (κι αυτό μόνον ένας συγγραφέας το γνωρίζει) ποτέ δεν υπήρξε, δεν μπορεί να υπάρξει. Θα υπάρχει πάντα σαν μια ηχώ των ήχων που, από γενέσεως του, έχει στερηθεί: Σημαίνει, όσο ακούει την Σιωπή, λέγει όταν την εγχαράσσει - την κρύπτει πίσω από τα σύμβολά του: οι τρεις μουσικές ιδιότητες του Λόγου της προσωκρατικής σύλληψής του, ως ένθεου χρησμού που τον προσφέρει το Άφατο μέσα από στόμα ανθρώπου.

Γιώργος Χειμωνάς  ΄92


Άκουσε τους φθόγγους
ψάχνουν τη φωνή
θέλουν να βγουν
και κυλούν
ρέουν και κυλούν
μέσα στο αίμα μου

Άκου τους φθόγγους

που θέλουνε να βγουν
να φτάσουν τη φωνή
ρέουν μεσ’ το αίμα
ρέουν μέσα θέλοντας να βγουν.
Άκουσε τους φθόγγους
που ψηλαφούν να βγουν
κάτω απ’ το πετσί μου
ρέουν και κυλούν
μέσα στο αίμα μου
που αγωνίζονται
να βγουν και να φτάσουν
τη φωνή μου να φτάσουν
τη φωνή ψηλαφούν


Βλέπω πελάου άλογον
να ξεκινεί απ’ τ’ αντίκρυ
Κι η γης ετότεν σείστηκε
και ταραχμένη τρέμει
Φέγγει στραφτοβολογά
το άλογον λευκάζει ωσάν το χιόνι
και λάμπει εις το μέτωπο
στιλπνό κέρατο αργύρου
και τες ρωθούνες κρούβγασι
βρονταίς από χρυσάφι
Η θάλασσα να χοχλακά
άτια νεροβγαλμένα
Ένα κοπάδι εχύνονταν
το ένα επά στο άλλο
ως το νερό να εστέρεψεν
κι επιφανήκαν οι αγλαοί
οι ανευλόγητοι
πικρότατοι
πνιγμοί του


Ως να πληρώσει
τ’ άδικο
που ποιητήν εμάρανε
Τον ποιητήν
τον έμορφο
κανείς ξανά -
δεν θα ιδεί
να ισγιάζει τα
φτερά του
καθώς διαβαίνει
ανάμεσα στον
βράχο τον
Αλλοίμονο
και στο
Λευκό λιμάνι


Μίλα μου
με τη φωνή
που βγάζει
καλάμι νεκρό
και ο βοσκός
αέρας
τόκανε αυλό
να τον ακούει
η Ερημιά
να μην τρομάζει


Μια γυναίκα
μόνο μπορεί
να καταλάβει
πως είναι δυνατό
μέσα σε μια
ψυχή να υπάρχουν
να υπάρχουν
θάνατος μαζί
και στοργή
να είσαι μαζί
ο ποιητής
και ο εχθρός


Αγαπάω σημαίνει
κάνω ένδοξο
έναν άνθρωπο
Είναι η μοναδική
του δόξα που
θα γνωρίσει ο
άνθρωπος αυτός
σ’ ολόκληρη
τη ζωή του


Μια καταπράσινη ακριδούλα
Τιού - Τιού
με κοροϊδεύει και πονώ
και την πετροβολώ
Ακούστηκε ως τη θάλασσα
και έως τα νησιά
η πέτρα που της τσάκισε
τα πράσινα φτερά
Μεσ’ τα χορτάρια χάθηκε
φωνάζοντας Τιού
και γω μέσα στο όνειρο
να κλαίω να θρηνώ
μία καταπράσινη ακριδούλα
Τιού - τιού τιού


Ο έρωτας
της Ελένης Ξένου
δεν ήταν για μένα
Κι η ζωή μου
Τίποτε
απ’ ό,τι έζησα
δεν ήταν για μένα
γι’ αυτό που είμαι εγώ
Σε κανέναν άνθρωπο
δεν του δόθηκε
τίποτε
γι’ αυτό που ήταν
Τίποτε, τίποτε
τίποτε δεν ήταν
γι’ αυτό που πραγματικά είναι
κι ό,τι έζησε
δεν ήταν γι’ αυτό που
αληθινά είναι
Τίποτε
Και η ζωή μου
Τίποτε
απ’ ότι έζησα
δεν ήταν για μένα
γι’ αυτό που είμαι γω


Θ’ αγωνίζεσαι
να πλάσεις τη μορφή μου
Το πρόσωπο
το σώμα μου
θ’ αγωνίζεσαι
η μνήμη σου
θα σβύσει
Η εικόνα
στη μνήμη
θά ’χει πια
τρυπήσει
και θα γλυστρά
μεσ’ απ’ τα χέρια σου
σαν το φως
με αγωνία
και πόνο
θ’ αγωνίζεσαι
να πλάσεις
τη μορφή μου
Τέλειωσε
για πάντα πια
η ιστορία μας
Η εικόνα
στη μνήμη  
Θά ’χει πια τρυπήσει
η μνήμη σου
θά ’χει σβύσει
σαν το φως
θά ’χει σβύσει


Σαν ένας θρήνος
απ’ το βυθό
μεσ’ στο βυθό
από χρόνια
μεσ’ στο βυθό
μπλεγμένος μεσ’ στα φύκια
μεσ’ το βυθό / μεσ’ το βυθό
των πιο βαθιών κλαμάτων της
Των πιο βαθιών κλαμάτων της
μεσ’ το βυθό
σαν ένας θρήνος
των πιο βαθιών κλαμάτων της
μεσ’ το βυθό
των πιο βαθιών κλαμάτων της
μεσ’ το βυθό
- Αμίλητη ετοιμάστηκε
τίποτα δεν ρώτησε
τίποτε δεν είπε
και ξεκινήσαμε
για το ταξίδι
Για το ταξίδι
του γυρισμού


Ω θαυμαστόν μυστήριον
ω συμφορά μεγάλη
λύπη απαραμύθητος
οδύνη και πικρία

Ο φθόνος το κακό θηριόν
στέρησέν του τα μάτια
και έχασε το γλυκερόν
το φως του κόσμου τούτου

Να βάνω  στην καρδία σας
φαρμακερό μαχαίρι
να με θωρούν τα μάτια σας
να σφάζωνται οι καρδιαίς σας

Πως να το δω, πως να το πω
πως να το καταστήσω;
δύο κακά μ’ ευρήκασι
πως να τα μελετήσω;

Ω θαυμαστόν μυστήριον
ω συμφορά μεγάλη
λύπη απαραμύθητος
οδύνη και πικρία


Ένας μικρός θεός
τιμωρημένος
θεός από μακρυά
μας ευλογούσε
με καλοσύνη
μας ευλογούσε
ένας μικρός θεός
τιμωρημένος
Τίποτε πια
δεν θα κάνει
τους ανθρώπους
να λάμπουν
Ένας μικρός θεός
τιμωρημένος
μας εγκατέλειψε
μας εγκατέλειψε
οριστικά
Τίποτε πια
δεν θα κάνει
τους ανθρώπους
να λάμπουν



Μαύρα μαλλιά κατάμαυρα
Τα μάτια της βαμμένα
Το στόμα της ερωτικό
Και λέει μοιρολόι
Κοιτάζει σαν βασίλισσα
τον κόσμο κι’ αρχινάει
τραγούδι μοιρολόϊ
Το στόμα το ερωτικό
λέει το μοιρολόϊ 
Όλοι σωπάσαν κι’ άκουγαν
την όμορφη φωνή της
το στόμα το ερωτικό
να λέει μοιρολόϊ
Άλλοι δακρίσαν κι έκλαιγαν
μονάχα οι δικοί μου
ήταν σφιγμένοι και κλειστοί
ακίνητοι σωπαίναν



Μ’ έπλυναν με ζεστό κρασί
Μ’ έντυσαν με λινά
απ’ αργαλειούς φτιαγμένα
Βαρύτιμο βυζαντινό
χρυσό μανδύα
Φροντίζανε το σώμα μου

Ρίζες αρωματικές
μικρούς καρπούς και φύλλα
και ξεραμένα φύλλα
ευωδιάζανε
Αμίλητοι φροντίζανε
το σπαραγμένο σώμα
μεσ’ στο χρυσό μανδύα
φροντίζανε

Με σκέπασαν
μ’ ένα πυθάρι χώμα
Μπρος ένας τοίχος από φως
Στους αιώνες πεθαμένος
φωτισμένος