Απόσπασμα από το πρόσφατα εκδοθέν
(εκδ. Οδός Πανός ) βιβλίο: Βασίλης
Λεμπέσης «Αυτοβιογραφία – γράμματα στην κόρη μου». Ένα βιβλίο στη μνήμη του
πατέρα μου με την δική μου επιμέλεια.
Και μόνο η αγάπη της γνώσης είναι
αρκετή
για να έχει αρκετό ενδιαφέρον η ζωή,
αφού έχει αποδειχθεί ότι είναι τόσο μικρή
που δεν προφταίνει να κάνει κανείς
τίποτα
Βασίλης Λεμπέσης
(...)
Το επόμενο καλοκαίρι, στις διακοπές του σχολείου, μετά το μαγικό ταξίδι στην
Αλεξάνδρεια, ο πατέρας μου με έβαλε να πιάσω δουλειά σε ένα τυπογραφείο. Είχε
κάποιο γνωστό του σε κάποια εφημερίδα, τη «Σφαίρα».
Πάντα η έννοια του πως πρέπει να μάθω μια τέχνη.
Στον
Πειραιά, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, βγαίνανε τότε πέντε εφημερίδες. Η «Σφαίρα», το «Θάρρος»,
ο «Χρονογράφος», η
«Σημαία» και η «Πειραϊκή». Όλες
αυτές βγαίνανε μόνο με δύο σελίδες σε μεγάλο σχήμα. Τα έσοδά τους ήταν μόνο οι
συνδρομητές και οι διαφημίσεις. Είχανε από δύο διανομείς, που μόλις τυπωνότανε
το φύλλο, τρέχανε και τις μοιράζανε στα σπίτια των συνδρομητών τους. Καμιά
διακοσαριά σπίτια όλα κι όλα. Σε άλλους τόσους τα στέλνανε ταχυδρομικώς. Μετά
την Μικρασιατική καταστροφή, φτώχια, γενικά. Οι πρόσφυγες, φοβισμένοι,
τσακισμένοι, προσπαθούσαν να επιβιώσουν όπως μπορούσαν. Στη λεωφόρο Γεωργίου
του Α', από το Δημοτικό Θέατρο μέχρι το Ρολόι του Δημαρχείου, κοντά στην Αγία
Τριάδα, είχανε στήσει πρόχειρα παραπήγματα στη σειρά ο ένας δίπλα στον άλλο, με
φουφούδες και τηγάνια στα πεζοδρόμια. Τηγανίζανε τζιεράκια (συκωτάκια) και τα
πουλάγανε στους περαστικούς. Η «Σφαίρα» βρισκόταν
στην οδό Δραγατσανίου, απέναντι από τη Ράλλειο Σχολή, που από την άλλη πλευρά
της, στη λεωφόρο Γεωργίου, ήταν το Δημοτικό Θέατρο. Το τυπογραφείο της, ένα
μεγάλο κτίριο, διώροφο, με τρεις φαρδιές πόρτες. Η είσοδος ήταν η μεσαία.
Μπαίνοντας, δεξιά και αριστερά, στη σειρά, οι κάσες με τα τυπογραφικά στοιχεία,
σε όλο το μήκος του διαδρόμου. Δεξιά της εφημερίδας και αριστερά του εκδοτικού
τμήματος, για βιβλία. Τα γραφεία ήταν σε ένα ημιώροφο με τζαμαρίες, που
ανέβαινες από μια φαρδιά ξύλινη σκάλα, και στο βάθος του χώρου κάτω, τα δύο
πιεστήρια. Το πρώτο γραφείο, του διευθυντής-ιδιοκτήτης. Ο κύριος Ελευθερίου.
Αίγα γκρίζα μαλλιά, μονόκλ, με μαύρο κορδόνι, μουστάκι γκρίζο, τσιγκελωτό και
ύφος πολύ υπεροπτικό. Το δεύτερο γραφείο για τους ρεπόρτερς και το
διαχειριστή. Σ' αυτό συνήθως καθότανε και έγραφε ο δεύτερος συνέταιρος της «Σφαίρας» ο γνωστός πειραιώτης δημοσιογράφος
Σπύρος Γεωργόπουλος. Απλός, ευγενικός και καταδεχτικός με όλους. Στους
ρεπόρτερς ο Χρήστος Αεβάντας. Η συμπάθεια όλων. Αργότερα έγινε ο τόσο γνωστός
διηγηματογράφος της θάλασσας. Ήταν ο μοναδικός ρεπόρτερ για το αστυνομικό
δελτίο και για ό,τι αφορούσε το λιμάνι του Πειραιά. Ευγενικός, γλυκομίλητος,
πολιτισμένος, με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια του, που έδειχναν σαν λυπημένα. Και
τα δύο γραφεία είχανε τηλέφωνο με χωριστό ακουστικό και με ένα χερούλι στο
πλάι,, σαν του φωνογράφου. Για να τηλεφωνήσεις έπρεπε να το γυρίζεις πολλές
φορές, φωνάζοντας δυνατά το Κέντρο, να σε συνδέσει με το νούμερο που ήθελες.
Τα νούμερα όλα τριψήφια. Ο τύπος των πιεστηρίων υπάρχει ακόμα και σήμερα. Μόνο
που η κίνησή τους τότε ήταν πολύ πιο αργή και δεν ήταν αυτόματα. Το κάθε φύλλο
έπρεπε να το τοποθετεί ο πιεστής με τα χέρια του, όρθιος στο πλάι, με το ρυθμό
της κίνησης της μηχανής. Η ταχύτητα του τυπώματος, γύρω στα πεντακόσια φύλλα
την ώρα. Το πιεστήριο της εφημερίδας χωρούσε ίσα-ίσα τη μία σελίδα. Μετά το τύπωμα
της πρώτης σελίδας, έπρεπε να γυριστούνε τα φύλλα, να μπει στο πιεστήριο η
φόρμα της δεύτερης σελίδας, για να τυπωθεί σε δεύτερο τύπωμα. Για να τυπωθεί η
εφημερίδα ήθελε δηλαδή δύο ώρες. Το δεύτερο πιεστήριο, που τυπωνόντουσαν τα
βιβλία, χώραγε οκτώ σελίδες στο κανονικό μέγεθος βιβλίου και έβγαζε σε δύο
τυπώματα το δεκαεξασέλιδο.
Ο
πιεστής που δούλευε στη «Σφαίρα», ήταν
πρωταθλητής άρσεως βαρών, με πολλά έπαθλα στους κρίκους και το μονόζυγο, ο
Βαγγέλης ο Μενεξής. Αυτό ήταν πολύ παράξενο, γιατί τους τυπογράφους, τότε,
μάστιζε η φυματίωση. Εννιάωρο, κάτω από πολύ ανθυγιεινές συνθήκες. Οι
αναθυμιάσεις των μελανιών, το αντιμόνιο στο μέταλλο των τυπογραφικών στοιχείων,
η άγνοια. Τρώγανε βιαστικά, στη μικρή διακοπή για φαγητό το μεσημέρι, με τις
μουτζούρες στα χέρια. Οι περισσότεροι πεθαίνανε νέοι. Δεν υπήρχε κανένα φάρμακο
για τη φυματίωση, τότε. Αργότερα κάναμε πολύ μεγάλους αγώνες, απεργίες και
κυνηγητά με την Αστυνομία, για να εφαρμοστεί το οκτάωρο, με το Σωματείο
Τυπογράφων του Πειραιά, που ήμουνα γραμματέας.
Ο
Μενεξής, λοιπόν, ήταν ένα φαινόμενο. Η εμφάνιση σήμερα των αθλητών στην άρση
βαρών, είναι ένας μάλλον ακαλαίσθητος όγκος το σώμα τους. Στις φωτογραφίες του,
που είχε στη γωνιά του, πίσω απ' το μεγάλο πιεστήριο, κολλημένες στο τοίχο,
έβλεπες την ιδανική ομορφιά του ανδρικού σώματος. Θα μπορούσε να χρησιμέψει για
μοντέλο σε μάθημα ανατομίας μυών. Το ωραίο αυτό σώμα του ήταν ο λόγος που του
ζήτησαν να παίξει στον κινηματογράφο, σε μια από τις πρώτες ελληνικές ταινίες,
στο «Έρως και κύματα» του Γαζιάδη. Η σκηνή
τον έδειχνε να σώζει την ηρωίδα του έργου σε ένα ναυάγιο. Είχε και μια πρόταση
από μια αμερικάνικη εταιρεία να πάει να παίξει στην Αμερική αλλά αρνήθηκε, με
τη δικαιολογία ότι είχε οικογενειακές υποχρεώσεις, ενώ είχε μόνο τη μητέρα
του, όπως ξέραμε.
Στη «Σφαίρα» άρχισα σαν μαθητευόμενος τυπογράφος
στο εκδοτικό τμήμα που είχε έναν μόνο μάστορη. Τον Παναγιώτη τον Ξαγοράρη.
Έμαθα εύκολα και γρήγορα έγινα καλός στοιχειοθέτης. Η μοναδική δουλειά που
υπήρχε στο εκδοτικό τμήμα, τότε, ήταν μια σειρά τόμων του φιλόλογου καθηγητή
από τη Μάνη του Παν. Πατσουράκου, με τον τίτλο
«τα Αρχεία της Μάνης», μια ατέλειωτη σειρά από επιστολές -
ντοκουμέντα ενός Μανιάτη πειρατή - πατριώτη στα χρόνια της τουρκοκρατίας, του
Λυμπέριου Γερακάρη, που αναφέρονταν στην Επανάσταση του 1821.
Ο
ίδιος αυτός, ο Πατσουράκος, έβγαζε και την
«Πειραϊκή», μια άλλη πειραιώτικη εφημερίδα. Αυτή ήταν η μόνη με
πολιτική τοποθέτηση εφημερίδα στον Πειραιά. Ήταν φανερά με το μέρος των
βασιλικών. Όλες οι άλλες λειτουργούσανε μάλλον σαν τοπικές εφημερίδες. Το κλίμα
ήταν πολύ βαρύ και ο φανατισμός μεγάλος. Ο τουφεκισμός των έξι, μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή. Η ανακήρυξη της Δημοκρατίας του Παπαναστασίου, το
1924. Με την ανακήρυξη, ο Πατσουράκος παράτησε απογοητευμένς την
«Πειραϊκή» σε κάποιον συνέταιρο του που τον είχε σαν διαχειριστή,
τον Τσάμπηρα. Αυτός με ελαφρά συνείδηση, όπως ήταν και ο χαρακτήρας του,
αποστάτησε και έκανε την «Πειραϊκή»
δημοκρατική. Την παραμονή της ανακήρυξης, έρχεται, μπαίνει στο γραφείο και
φωνάζει τον αρχιεργάτη, το μαστρο-Λάμπρο, που ήξερε πως ήταν και αυτός
βασιλικός, σαν τον Πατσουράκο, και του το λέει, δείχνοντάς του τα μάτσα τα
χαρτονομίσματα που έβγαλε από τις τσέπες του:
«Να βρε κορόιδα, με το Βασιλιά σας». Ο μαστρο-Λάμπρος δεν μίλησε.
Ήρθε πίσω κατακί- τρινος απ' το θυμό του.
Ακουσα
και κατάλαβα τι είχε γίνει, γιατί το γραφείο το χώριζε μόνο μια τζαμαρία. Τη
στιγμή αυτή στοιχειοθετούσα τον τίτλο του κύριου άρθρου, καθώς βοηθούσα στη
σελιδοποίηση. Ο τίτλος με μεγάλα γράμματα έλεγε:
«ΝΕΑΡΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Στο συνθετήριό μου, όμως, από λάθος ριγμένο
στοιχείο, αντί του Α μετά το Ε, βρέθηκε ένα Κ και στο συνθετήριό είδα: «Η ΝΕΚΡΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Το δείχνω πονηρά στο
μαστρο- Λάμπρο και αυτός μετά από ένα μικρό δισταγμό, μου λέει:
«Αστο έτσι»... Το άφησα με κάποιο φόβο.
Συνηθιζότανε,
πριν το ξεκίνημα του πιεστηρίου για το τύπωμα, να πηγαίνουμε το πρώτο φύλλο για
να το μονογράψει ο Διευθυντής. Το πήγα με χτυποκάρδι στο γραφείο και αυτός,
ζαλισμένος στον ενθουσιασμό του με τα λεφτά που είχε πάρει για το ξεπούλημα της
εφημερίδας, δεν πρόσεξε το λάθος και το υπέγραψε. Αυτό ήταν. Η εφημερίδα
κυκλοφόρησε έτσι. Πρώτη σελίδα τίτλος του κύριου άρθρου:«Η ΝΕΚΡΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Την άλλη μέρα, μόλις το είδε,
μπαίνει έξαλλος κρατώντας ένα πιστόλι στο χέρι. Ο μαστρο- Λάμπρος ψύχραιμος του
δείχνει το πρώτο φύλλο με την υπογραφή του και του λέει: το είδα χι εγώ, αλλά
όταν πήγα σπίτι μου το βράδυ.
Φυσικά
μας έδιωξε όλους από τη «Πειραϊκή», η οποία
σε λίγο χαιρό έχλεισε. Δεν δυσκολεύτηκα να βρω δουλειά σε μια άλλη εφημερίδα,
το «Θάρρος».
Το
επάγγελμα του τυπογράφου κράτησε μέχρι τα εικοσιπέντε μου χρόνια περίπου,
δηλαδή πέντε χρόνια μετά το γάμο μου. Μετά έγινα μουσικός, που κρατάει μέχρι
τώρα. Ο πατέρας μου ευχαριστημένος που είχα μάθει μια τέχνη και μάλιστα του
άρεσε πολύ γιατί είχε σχέση με τα γράμματα. Με κρυφοκαμάρωνε έτσι στα δεκάξι -
δεκαεφτά μου χρόνια, που μπορούσα με το καλό μεροκάματο να ντύνομαι και καλά
και να γίνομαι περιζήτητος στα κόρα με τις καντάδες. Η αγάπη μου για τη μουσική
φυσικά δεν είχε αλλάξει καθόλου όλα αυτά τα χρόνια. Αντίθετα είχα μάθει εκτός
από το μαντολίνο και έπαιζα και καλή κιθάρα.
Μετά
από το επεισόδιο της «Πειραϊκής», σχετικά
με το άρθρο της «Νεκρός Δημοκρατίας», έπιασα δουλειά σε
μια άλλη πειραιώτικη εφημερίδα, το «Θάρρος».
Στο «Θάρρος», λοιπόν, που δούλευα τώρα, διευθυντής
της ήταν ο Άκης ο Χαραλάμπους. Τύπος με πολύ έντονη συμπεριφορά ακαταδέχτου
αριστοκράτη. Άψογος στο ντύσιμο του πάντοτε. Σπάνια ερχότανε στο γραφείο. Ο
αδελφός του Χαράλαμπος Χαραλάμπους, ένας από τους πιο ονομαστούς ποινικολόγους
του Πειραιά, ήταν η αντίθεση. Απλός και καταδεχτικός μέχρι και τον τελευταίο
διανομέα της εφημερίδας. Συντάκτες, ένας εξαίρετος δημοσιογράφος, ο Γιολδάσης,
γνωστός για το καυστικό του χιούμορ, και ο γνωστός Πειραιώτης ποιητής και
ιδιόρρυθμος μποέμ του Πειραιά, ο Μίμης ο Παρασκευάς, που τις περισσότερες ώρες
της ημέρας του τις πέρναγε σε μια βάρκα με το μαγιό του, για να εποπτεύει τις
καμπίνες στα μπάνια, να μην πηγαίνουν άντρες στις γυναικείες καμπίνες. Η Σπηλιά
μαζί με τις μπανιέρες της ήταν κληρονομιά από τον πατέρα τους. Η εποπτεία του
Λιμεναρχείου δεν ήταν αρκετή.
Αρχιεργάτης
στο «Θάρρος», ήταν ο Άθως ο Πολάτος,
Κεφαλλονίτης, και φυσικά, λάτρης της Μουσικής. Ωραία φωνή τενόρου. Ήξερε όλο
σχεδόν το κανταδρίστικο ρεπερτόριο. Από το «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι,
«Το κλωνάρι της γαζίας» μέχρι
«Στις εκκλησιάς τα σκαλοπάτια» και τον
«Μπαρμπα Γιάννη τον κανατά». Ο ένας απ' τους δύο διανομείς της
εφημερίδας, ένα πολύ έξυπνο και προικισμένο παιδί, μας έκανε και κανένα σκίτσο
πότε-πότε, ο Κ. Κλώνης.
(...)Στη γειτονιά, στα Ταμπούρια, ο
πατέρας ενός παιδιού της παρέας μας είχε ένα μικρό καφενεδάκι, όπου συχνάζαμε.
Πέντε-έξι τραπέζια όλα κι όλα. Χώμα κάτω και στη γωνιά ένα μικρό χώρισμα, σαν
παραβάν, για ένα μικρό τζάκι με κάρβουνα που ψήνονταν οι καφέδες και παίρνανε
και τα καρβουνάκια για τους ναργιλέδες που υπήρχανε σχεδόν σε όλα τα καφενεία.
Εκεί σύχναζε και ο Μάρκος ο Βαμβακάρης. Γύρω στα τριάντα του τότε. Δούλευε στα
Σφαγεία, στη Δραπετσώνα. Ντροπαλός, βαρύς και λιγομίλητος. Του άρεσε πολύ να μας
ακούει να παίζουμε και να τραγουδάμε τα δικά μας τραγούδια. Ξέραμε ότι παίζει
μπουζούκι και πολλές φορές του ζητάγαμε να πάει να το φέρει να μας παίξει. Για
να πάει όμως στο σπίτι του να το φέρει, έπρεπε να σκοτεινιάσει. Ντρεπότανε να
τον βλέπουνε να το κρατάει. Το μπουζούκι, τότε, κυκλοφορούσε μόνο στις φυλακές
και σε κάτι κρυφούς ντεκέδες. (...)
άλλα στοιχεία για τον Βασίλη Λεμπέση εδώ
μερικά βιογραφικά στοιχεία για τον Βασίλη Λεμπέση
Γεννήθηκε
στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά το 1909 και πέθανε στην Αθήνα το 1997. Γιος του ναυτικού Παναγιώτη Λεμπέση και της Γαρυφαλιάς
Καλαφάτη. Από τα σχολικά του χρόνια (τελείωσε το Σχολαρχείο) εργάσθηκε σε τυπογραφείο
στην εφημερίδα Σφαίρα και αργότερα στην εφημερίδα Θάρρος,
Στο επάγγελμα του τυπογράφου έμεινε μέχρι τα εικοσιπέντε του χρόνια.
Αυτοδίδακτος
μουσικός, έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα κι αυτή τον έκανε περιζήτητο στα κόρα και
στις καντάδες. Είχε μεγάλη αγάπη, και για τη ζωγραφική. Το ενδιαφέρον του γι’ αυτή
ξεκίνησε από τις αγιογραφίες που θαύμαζε μικρό παιδί δίπλα στη γιαγιά του που ήταν
καντηλανάφτισσα στον Άγιο Βασίλειο Φρεαττύδας.
Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, το δέος με το οποίο κοίταζε τις
εικόνες άρχισε να υποχωρεί και να βλέπει και να θαυμάζει την ομορφιά τούς, το σχέδιο
και τα χρώματα και να τα αντιγράφει με χρωματιστά μολύβια.
Έμαθε
πιάνο με τη γυναίκα του Μαρίκα Κονδύλη και άρχισε να εργάζεται ως μουσικός μέχρι
το τέλος της ζωής του. Από το 1955 και περισσότερο από 20 χρόνια έμενε στη Νέα Υόρκη.
Εργάστηκε επίσης και σε πολλές άλλες πόλεις της Αμερικής. Σαν Φραντσίσκο, Ατλάντα.
Σικάγο. Φλόριντα και άλλες. Με τη ζωγραφική δεν έπαψε να ασχολείται ποτέ, σχεδιάζοντας
και σκιτσάροντας. Παράλληλα δοκίμασε και άλλα υλικά, όπως ξύλο, μάρμαρο, χαλκό.
Χαρακτηριστική του τρόπου που ζωγράφιζε είναι ότι ακόμη και σε βιαστικά σκίτσα αγνώστων
φυσιογνωμιών διακρίνονται στοιχεία της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του.
Πήρε
μέρος σε έκθεση ζωγραφικής μεταξύ επαγγελματιών ζωγράφων, κατόπιν προτροπής του
γνωστού ελληνοαμερικανού ζωγράφου Jean Xeron που έγινε στο Greenwich Village το 1957, όπου και βραβεύτηκε. Εκτός
από μουσικός εκτελεστής και μαέστρος της ελαφράς μουσικής, ο Βασίλης λεμπέσης ήταν
στιχουργός και συνθέτης πολλών τραγουδιών (Γλεντά τη
ζώή, Κλέφτρα της αγάπης, Τσιγγάνικες Καρδιές, Στη μουχλιασμένη ταβέρνα, Μη θυμώνεις
που ζηλεύω κ.ά.) που ηχογραφήθηκαν στις εταιρείες Odeon και Columbia, τραγουδισμένα από τους Ζαννή Καμπάνη,
Μ. Κορώνη, Φ. Πολυμέρη, Μόλλυ και άλλους.
μπορείτε να ακούσετε τραγούδια του Βασίλη Λεμπέση εδώ